θρησκομανής

θρησκομανής
-ές
θρησκόληπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι-μανής, θεο-μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Φ. Φουρναράκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θρησκομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, θρησκόληπτος, υπερβολικά θρήσκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • θεοπρόσπλοκος — θεοπρόσπλοκος, ον (Α) αυτός που φοβάται τον θεό και προσκολλάται στα θεία, ο θρησκομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + προσ πλοκος (< προσ πλέκω «συνάπτω, συνδέω»] …   Dictionary of Greek

  • θρησκομανία — η η θρησκοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρησκομανής. Η λ. μαρτυρείται στον Δανιήλ Φιλιππίδη] …   Dictionary of Greek

  • Μορατίν, Λεάντρο Φερνάντεθ ντε- — (Leandro Fernandez de Moratin, Μαδρίτη 1760 – Παρίσι 1828). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας και ποιητής. Το 1808 τάχτηκε με το βοναπαρτικό καθεστώς και γι’ αυτό, μετά την Παλινόρθωση, υποχρεώθηκε να πάρει τον δρόμο της εξορίας. Γιος του θεατρικού… …   Dictionary of Greek

  • θεόληπτος — η, ο 1. εμπνευσμένος από το Θεό: Θεόληπτος ποιητής. 2. αυτός που φαντάζεται ότι επικοινωνεί με το Θεό. 3. θρησκομανής, υπερβολικά θρήσκος: Θεόληπτη κόρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλόθρησκος — η, ο αυτός που αγαπάει πολύ τη θρησκεία, ο θρήσκος, ο θεοφοβούμενος, ο θρησκομανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”